άξιον εστί : ανάλυση/ερμηνεία - μια απόπειρα να κατανοήσουμε αυτό που ακούμε και αυτό που τραγουδούμε
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του "Άξιον Εστί" στην Ουρανούπολη (20/8), την Καλαμαριά (30/8)και την Νεάπολη (1/9).[ αναλυτικότερη αναφορά και φωτογραφίες από τις τρεις συναυλίες μπορείτε να δείτε εδώ] Σε μεγάλο μέρος βασίζεται σε ερμηνευτικές παρατηρήσεις του Τάσου Λιγνάδη ("Το Αξιον Εστί του Ελύτη") και του Mario Vitti ("Οδυσσέας Ελύτης, κριτική μελέτη")
Μπορείτε να το βρείτε σε μια πιο βολική μορφή για ανάγνωση ή και για κατέβασμα και εκτύπωση εδώ.
Ένα έργο τόσο γνωστό, μα και πόσο άγνωστο…Πενήντα δύο χρόνια μετά τη συγγραφή του "Άξιον Εστί" και σαρανταεπτά μετά την μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, ποιο είναι το αποτύπωμα που έχει αφήσει στη συνείδησή μας; Οι πανίσχυρες εντυπώσεις και οι κυριαρχικοί συνειρμοί που δημιουργούν τα άσματα που ταυτίστηκαν με τη φωνή του Μπιθικώτση ή τα αναγνώσματα που στοίχειωσε με την απόδοσή του ο Μάνος Κατράκης αρκούν για να αποδώσουν πλήρως τη δυναμική όλης της σύνθεσης; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσει να απαντήσει το επόμενο κείμενο, καρπός της ενασχόλησής μας με το τμήμα του «Αξιον εστί» που μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης μελοποιεί αποσπάσματα του έργου : έναν ύμνο του πρώτου μέρους ( Γένεσις), τέσσερις ψαλμούς και τέσσερα άσματα του δεύτερου μέρους ( Πάθη) και μια επιλογή 35 στροφών από τον ύμνο της του τρίτου μέρους ( Δοξαστικόν), ενσωματώνοντας στην μουσική εκδοχή του «Άξιον Εστί» («λαϊκό ορατόριο» ονομάζει τη μουσική του σύνθεση) και τρία αναγνώσματα των Παθών.
Ξεκινώντας από το ποιητικό κείμενο και πριν περάσουμε στα αποσπάσματα που μελοποιήθηκαν ( κατά προσέγγιση 17 από τις 75 σελίδες του ποιητικού κειμένου), πρέπει να πούμε ότι το «Αξιον Εστί» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1959. Αποτελεί μια καμπή στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη: ξεκινώντας αυτός το 1929( σε ηλικία 18 ετών) από τον υπερρεαλισμό, ένα κίνημα που διακήρυξε την κατάργηση της λογικής αλληλουχίας στην τέχνη , ένα κίνημα που κατά κάποιο τρόπο αυτονομούσε τον ποιητή από το ιστορικό και κοινωνικό του περιβάλλον, δίνοντας προτεραιότητα στην ατομική έκφραση του υποσυνείδητου, 30 χρόνια μετά, και έχοντας βιώσει άμεσα το βάρος της ιστορικής περιπέτειας του Ελληνισμού στη δεκαετία του 1940, αποφασίζει να υποτάξει τον ιδιαίτερο τρόπο της ποιητικής του έκφρασης στην ανάγκη να μιλήσει για την πατρίδα του. Το ότι μεσολαβούν 16 .χρόνια ποιητικής σιωπής από την έκδοσή της προηγούμενης συλλογής του («Ήλιος ο πρώτος»,1943) αποτυπώνει τις ωδίνες της γέννησης αυτής της μεγάλης ποιητικής σύνθεσης.
Πρόκειται λοιπόν για μια ποιητική σύνθεση 75 περίπου σελίδων, χωρισμένη σε τρία τμήματα ( Ι. Γένεσις ΙΙ. Πάθη ΙΙΙ. Δοξαστικόν), στο καθένα από τα οποία εντοπίζεται μια μορφική ποικιλία ( ύμνοι, ψαλμοί, αναγνώσματα, άσματα). Καταδεικνύει η ποικιλία αυτή την πρόθεση του Ελύτη να αποδώσει μια μουσικότητα στη σύνθεση. Δεν μας ξενίζει λοιπόν το ότι αποστέλλει το «Αξιον Εστί» στον Θεοδωράκη ένα χρόνο μετά την έκδοσή του. «Επιλέγει» μάλιστα έναν συνθέτη με δυτική μουσική παιδεία, που είχε ήδη προσεγγίσει και ενσωματώσει την λαϊκή μουσική παράδοση στο έργο του, και που ήδη είχε στο «βιογραφικό» του τη μελοποίηση – μεταξύ άλλων- και ενός άλλου εμβληματικού ποιητικού έργου («Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου). Είναι ξεκάθαρη επίσης η πρόθεση του ποιητή ( και από τους τίτλους βεβαίως, τόσο των τριών ενοτήτων όσο και από τον γενικό) να δώσει μια χροιά θρησκευτικής τελετουργίας στην σύνθεση (που προσομοιάζει στη Θεία Λειτουργία), όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο, καθώς όλη η σύνθεση διαπερνάται από μια επίσης θρησκευτική – τελετουργική αντίληψη της ζωής: Γέννηση – Πάθος – Θάνατος – Ανάσταση – Αθανασία. (στο ίδιο σχήμα βέβαια ανιχνεύεται επιρροή και από την αρχαία ελληνική τραγωδία ).
Ι. Η «Γένεσις» αποτελείται από επτά ύμνους, έναν από τους οποίους μελοποιεί ο Θεοδωράκης για να τον εντάξει στο «λαϊκό ορατόριο» που συνθέτει. Αφηγείται τη γέννηση του Ενός και συγκεκριμένου ανθρώπου που εντάσσεται σε ένα τοπίο που τον διαπλάθει . (« πολλά τα λιόδεντρα…). Το σκηνικό του Αιγαίου – κυρίαρχο στο ποιητικό σύμπαν του Ελύτη από την πρώτη του συλλογή («Προσανατολισμοί»,1939)- είναι παρόν με τις παρομοιώσεις που προετοιμάζουν την ιερατική αναφορά στο όνομα των νησιών («η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος») , μα και με την αιθρία του ( «πλατύς επάνου ο ουρανός») και με τη λιτότητά του («λίγο το νερό…το δέντρο μοναχό του…φτενό στα πόδια σου το χώμα…»). Μα το τοπίο διαπλάθει τον άνθρωπο…η ύπαρξη της ανάγκης κάνει το νου να εμβαθύνει ( «για να μην έχεις που ν’απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα»), η αιθρία του τοπίου μεταλλάσσεται σε αιθρία του νου και του ήθους ( «πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»)
Τον διαπλάθει με τέτοιο τρόπο ώστε από τον στενό κόσμο των ατομικών εμπειριών να αναχθεί στο νόημα του απείρου…ο μικρός κόσμος να αποκαλύψει την αίγλη του αιωνίου («Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας »). Η ενότητα των πάντων είναι κάτι που η συμβατική ανθρώπινη αντίληψη δεν μπορεί να συλλάβει, περιχαρακωμένη στις αποσπασματικές της εμπειρίες. Εδώ επεμβαίνει ο λόγος του ποιητή, για να καταδείξει ότι τα πολλά θνητά «έν» είναι το αθάνατο «παν», τα πολλά μάταια «νυν» είναι οι όψεις του αιωνίου.
ΙΙ. Στα "Πάθη" συναντούμε 18 ψαλμούς, 12 άσματα και 6 αναγνώσματα κατανεμημένα με μια ποικίλων τρόπων διαδοχή. Η βασική ιδέα παραμένει ίδια : ισχύει και εδώ το ίδιο σχήμα, ατομικό και γενικό συνενώνονται με τρόπο ποιητικό-ανορθολογικό.. Στα «Πάθη» όμως είναι παρών ένας ιστορικός μύθος με συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια (Αλβανικό Έπος, Κατοχή, Απελευθέρωση). Οι συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες διοχετεύονται κυρίως στα «Αναγνώσματα», όπου φορέας της εμπειρίας είναι η ανθρώπινη ομάδα και τα γεγονότα που βίωσε. Στους «Ψαλμούς» υποκείμενο είναι το ποιητικό εγώ. Τέλος στα «άσματα» εκφράζεται κάτι καθολικότερο και ομαδικότερο. Ο Θεοδωράκης επιλέγει και μελοποιεί 4 ψαλμούς και 4 άσματα, ενσωματώνοντας στο ορατόριό του και την αφήγηση τριών αναγνωσμάτων.
Ξεκινά με τον Ψαλμό Α΄ , όπου το ποιητικό εγώ αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του πολέμου, όχι με την ανταπόδοση της βίας, μα με τα όπλα που του κληροδότησε η «Γένεσις» του :
"ΙΔΟΥ εγὼ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρὲς Κόρες καὶ τὰ νησιὰ του Αἰγαίου· ...Ιδοὺ ἐγὼ καταντικρύ του μελανου φορέματος των αποφασισμένων ...Λύνει αέρας τα στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ. .Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά !
..Ο καθεὶς και τὰ όπλα του, είπα· Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ'ανοίξω ,Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θα στήσω / τὰ φιλιὰ τα παλια θ'απολύσω που η λαχταρα μου άγιασε !"
Ακολουθεί το πρώτο ανάγνωσμα ( « Η πορεία προς το μέτωπο»), με την καταγραφή μιας επίπονης ορειβασίας στα βουνά της Ηπείρου, που αποδίδεται και ως πορεία σταδιακής μύησης (η πείνα, η συνάντηση με τους τραυματίες που υποχωρούν, ο ήχος των βομβαρδιστικών) με προορισμό το φρικώδες θέατρο του πολέμου. Μα το άσμα που ακολουθεί ( «Ένα το χελιδόνι») αναδεικνύει το «πραγματικό» τοπίο του προορισμού, που διαγράφεται πέρα από το ρεαλιστικό θέατρο του πολέμου: το τοπίο μιας Άνοιξης που η έλευσή της απαιτεί Θυσία.
Στον Ψαλμό Ε΄ ( «Τα θεμέλιά μου στα βουνά») το ποιητικό εγώ καταφεύγει στην μνήμη και την παράδοση της ελευθερίας που αυτή αναδεικνύει, για να αντλήσει τη δύναμη που απαιτεί η αντίσταση.
«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε ‘Αθω…Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις τη ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα...Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος !»
Στο επόμενο άσμα όμως («Με το λύχνο του άστρου») αποτυπώνεται έντονα η απόγνωση και το πένθος των Παθών που ζει το ποιητικό εγώ σε ταύτιση με το λαό του. Ορίζει όμως, έστω αχνά, και το δρόμο της διαφυγής: τον προσωπικό μοναχικό αγώνα που θα τον οδηγήσει να βρεί την ψυχή του, το αληθινό του πρόσωπο.
Ακολουθεί το ανάγνωσμα «Η μεγάλη Έξοδος» βασισμένο σε ιστορικό γεγονός, την εκδήλωση διαμαρτυρίας που έγινε στην Αθήνα με την ευκαιρία του απαγορευμένου εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1942, εκδήλωσε που χτυπήθηκε βίαια από τις δυνάμεις Κατοχής. Το επόμενο – εμβληματικό πλέον – άσμα ( «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ») έρχεται σαν μια επίκληση ώστε να αρθεί η αδικία που κατατρέχει τη χώρα- αδικία που προκαλείται από «φίλους» και εχθρούς. Ακολουθεί η εξομολόγηση της πίκρας του ποιητικού εγώ, όπως αποτυπώνεται στο άσμα «Της αγάπης αίματα». Αυτός που έζησε την έξαψη της αγάπης, αυτός που ζήτησε την κατάφαση της ζωής, κυνηγήθηκε κι έζησε τον κατατρεγμό του πολέμου. (Είναι κρίμα που ο Θεοδωράκης δεν ενέταξε στη μελοποίηση του συγκεκριμένου άσματος τους παρακάτω στίχους, που δείχνουν την ταύτιση του ποιητικού εγώ με την κοιτίδα του και το δρόμο που διάλεξε για να πολεμήσει τη βία που του ασκήθηκε: «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα / Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα/ Των φονιάδων το αίμα/με φως ξεπληρώνω»)
Το ίδιο εξομολογητικό ύφος διαπερνά και τον Ψαλμό ΙΔ΄ («Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού»). Αναπολείται μια ζωή που πέρασε, μια νεότητα που βίαια καταργήθηκε. «Φύγανε, φύγανε» η αιθρία και η μέθη του φιλιού, και μεσ’από τη γη ανέβηκε η μαύρη παρουσία της φρίκης και του πολέμου.
Στο επόμενο ανάγνωσμα («Προφητικόν») αναγγέλλεται η πραγματοποίηση του πανανθρώπινου ονείρου για μια κοινωνία βασισμένη στην ομορφιά και στη ειρήνη.
Μα πριν έλθει το Κράτος της Ποίησης, πριν «τα όνειρα λάβουν εκδίκηση», πρέπει οι λαοί να ακολουθήσουν το δρόμο του μαρτυρίου...πρέπει όλα να μεταβληθούν σε ερείπια για να ξαναγεννηθεί ο κόσμος της ομορφιάς. Η λυρική απόδοση της ίδιας ιδέας εκφράζεται με το άσμα που ακολουθεί («Ανοίγω το στόμα μου»). Λόγια δροσερά συναντούν μοιρολόγια και βάσανα, η προσωπική θυσία («χαράζω τις φλέβες μου») είναι ο δρόμος που θα ξαναοδηγήσει τα παιδιά στην αθωότητά τους και τα κορίτσια στον έρωτα.
Ο τελευταίος Ψαλμός των «Παθών» («Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι») προετοιμάζει το τρίτο μέρος της σύνθεσης («Δοξαστικόν»). Το ποιητικό εγώ πορεύεται στη χώρα της Αθανασίας και της Ήβης, ξαναβρίσκει όλα αυτά που κινδύνεψε να στερηθεί, κι αυτό επειδή δεν απάντησε με βία στη βία, αλλά επειδή νίκησε το θάνατο σώζοντας τον Έρωτα, επειδή κράτησε την αθωότητά του με όπλα την Ομορφιά της Τέχνης («Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας/ αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι») και της Φύσης («κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης/μια στιγμή ζωγραφιζόμουν»). Γιατί η δύναμη δεν έγκειται στη βία του θανάτου, αλλά στην ικανότητα να «διαβάζεις» την αθωότητα («Μακάριοι λέγω οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο»). Με τελικό έπαθλο την ερωτική βίωση της ζωής («γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά/…στο κλήμα των παρθένων»). ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ!
III.Το «Δοξαστικό» είναι η κορύφωση της σύνθεσης. Δοξολογείται ο κόσμος ο μικρός ( το θαλασσινό τοπίο , τα νησιά και οι άνεμοι, τα κορίτσια και το ερωτικό σκίρτημα της εφηβείας) ως μία γέφυρα που θα οδηγήσει στον κόσμο τον μέγα. Μεσολαβεί ένας 14στιχος χαιρετισμός («Χαίρε η Καιομένη και Χαίρε η Χλωρή…») σε ένα θηλυκό «Εσύ» που συντίθεται στη συνείδηση του ποιητή από εικόνες και συμβολισμούς της Παναγίας, της Πατρίδας, της Ελευθερίας και της Γυναίκας. Και καταλήγει με την τελική αξιολόγηση του παροδικού και του Αιώνιου, όπου σε 7 ζεύγη στίχων το παροδικό («ΝΥΝ») και το αιώνιο («ΑΙΕΝ») αντιπαραβάλλονται. Παροδική η ερωτική πράξη («η κραυγή του Μάη»), αιώνια η συνείδηση της αγάπης. Παροδικός ο θάνατος («του ύπνου η μιμική»), αιώνια η αρχή της ζωής(«η Τρόπις η αστρική»). Παροδική η κίνηση των εφήμερων πλασμάτων, αιώνιο το μυστήριο της ύπαρξης. Παροδικά τα έργα των ανθρώπων («το περίβλημα της γης»), αιώνια η αναζήτηση της ψυχής. Παροδικό το σκοτάδι στην πίσω πλευρά ου φεγγαριού, αιώνιο το φως του Σύμπαντος. Παροδικός ο αριθμός εθνών και ανθρώπων, αιώνιος ο Θεός. Παροδική η σύγκρουση θρησκειών και δογμάτων («η ταπείνωση των θεών»), παροδική η ζωή του καθενός («η σποδός του ανθρώπου»). Μα σε όλα αυτά τα «νυν» υπάρχει η κρυμμένη δύναμη του «αιέν» - απαιτεί μια άλλη σύλληψη όμως η θέαση του κόσμου του εφήμερου ( «ο κόσμος ο μικρός») ώστε να οδηγηθούμε στη θέαση του αιώνιου («o μέγας»). Απαιτεί μια διάθεση να βιώσουμε με ένταση ερωτική τη μεμονωμένη στιγμή ώστε να συλλάβουμε το χρόνο σε όλη τη διάρκειά του, έξω από τους νόμους της φθοράς…αν η ροή της ζωής είναι ένα φευγαλέο «νυν», ο νόμος που τη συνθέτει είναι ένα σταθερό «αιέν». Αξιον Εστί λοιπόν να δοξολογεί η ψυχή του ανθρώπου αυτόν τον κόσμο «τον μικρό, το μέγα».
. Το «Αξιον Εστί» έχει μεταφραστεί βέβαια σε πολλές γλώσσες, μα έχει ως δεσπόζουσα αρετή του μια σφραγίδα ιθαγένειας, μια «ελληνικότητα» χωρίς όμως φολκλόρ ή ιδεολογήματα, ακριβώς επειδή η δραστικότητα της γλώσσας του ποιητή φτάνει σε βάθη όπου δεν χωρούν φτηνές «πατριωτικές» αναγνώσεις. Το ότι τα πολύ γνωστά και δημοφιλή άσματα του ορατορίου έχουν ταυτιστεί με μια «αριστερή» ανάγνωση για τις εθνικές επετείους και τους σχολικούς εορτασμούς είναι το αντίτιμο της «εμπορικότητας» που απέκτησε το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Πίσω απ’ αυτό το αντίτιμο όμως λάμπει ένας ποιητικός λόγος καίριος και διαχρονικός, και το σημαντικότερο, ένας ποιητικός λόγος που η πρόσληψή του απαιτεί εξοικείωση με την γλωσσική παράδοση του Ελληνισμού. Η τάση του υπερρεαλισμού να ξεπερνά τις γλωσσικές κοινοτυπίες μπόλιασε με τρόπο θαυμαστό το «Άξιον Εστί»… σε μια εποχή που ο πόλεμος δημοτικής – καθαρεύουσας γινόταν με πολιτικά χαρακτηριστικά, ο Ελύτης κατάργησε τις διακρίσεις, άντλησε λέξεις απ΄ολόκληρο τον ρου της γλώσσας μας και κατέθεσε το πιο ολοκληρωμένο, σαν σύλληψη και σαν εκτέλεση, ποιητικό έργο της νεώτερης Ελλάδας. Το ότι πέρασε σε εκατομμύρια στόματα, σαν τραγούδι πια, έστω και αποσπασματικά, είναι μια ακόμη ευτυχισμένη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού.